υδρολόγος

υδρολόγος
ο
επιστήμονας ειδικός στην υδρολογία (βλ. λ.), υδατολόγος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υδρολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην υδρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • υδατολόγος — ο, η, Ν υδρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • υδατολόγος — ο ο υδρολόγος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”